Κύμινα
Δημοτικό Διαμέρισμα Κυμίνων, πρώην Δήμου Αξιού.
Η Γιοντζίδα, τα σημερινά Κύμινα, ήταν ένα από τα 37 χωριά του κάμπου της Θεσσαλονίκης που υπάγονταν στην Επιτροπή Καμπανίας με έδρα την τότε Κουλακιά (Χαλάστρα).
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Χριστιανοί σκηνίτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα, με εντολή του σουλτάνου, για να εκτρέφουν άλογα εκλεκτής ράτσας για τις ανάγκες του ιππικού. Για το λόγο αυτό αρχικά το χωριό ονομάσθηκε Τσαντίρκιοϊ (χωριό τσαντιριών, σκηνών).
Η κυριότερη τροφή ήταν το τριφύλλι, που στα τούρκικα ονομάζεται yonca (γιόντζα). Από εδώ και το νέο χωριό ονομάστηκε Γιοντζίδα ή Γιοτζιλάρ (χωριό του τριφυλλιού). Γύρω στα 1750 η Γιοντζίδα είχε 110 σπίτια. Το 1780 είχε 118 οικογένειες, οι οποίες το 1885 έγιναν 150. Στην απογραφή του 1905 οι κάτοικοι έφταναν τους 780.
Το 1926 έγινε η μετονομασία σε Κύμινα. Η ονομασία αυτή προσδόθηκε στον οικισμό, παρά την πρόταση πολλών κατοίκων του να δοθεί η ονομασία «Τριφύλλι». Την ονομασία «Κύμινα» εισηγήθηκε στην Επιτροπεία Τοπωνυμιών Ελλάδος, ο δάσκαλος και γραμματέας της Κοινότητας Γιουντζίδας Γεώργιος Συμβουλίδης καταγόμενος από τα ΒΔ της Μ. Ασίας, κοντά στον Εύξεινο Πόντο. Ο Γεώργιος Συμβουλίδης προέβαλλε τον αυθαίρετο και αναπόδεικτο ισχυρισμό ότι οι πρώτοι κάτοικοι καταγόταν από την περιοχή του όρους «Κυμινάς» όπου υπήρχε ονομαστό μοναστήρι στο οποίο φοίτησε ο Νικηφόρος Φωκάς προτού ανέλθει στον αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου.
Τα Κύμινα μαζί με τα Ν. Μάλγαρα και τη Βραχιά αποτελούσαν (μέχρι την έναρξη του προγράμματος "Καλλικράτης") το Δήμο Αξιού και ως το παλαιότερο και μεγαλύτερο χωριό, ήταν η έδρα του Δήμου.
Νέα Μάλγαρα
Δημοτικό Διαμέρισμα Νέων Μαλγάρων, πρώην Δήμου Αξιού.
Tα Νέα Μάλγαρα είναι προσφυγικός οικισμός και η ονομασία του προέρχεται από την πόλη Μάλγαρα της Ανατολικής Θράκης, από όπου προερχόταν οι πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν σ΄ αυτόν.
Μέχρι το 1912 στη περιοχή υπήρχε ο μουσουλμανικός οικισμός «Κοκμούς» που δημιουργήθηκε το 1909 από μουσουλμάνους πρόσφυγες από την Βοσνία.
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και εξ αιτίας των διωγμών των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης από τους Τούρκους, καταφεύγουν το 1913 και εγκαθίστανται στην περιοχή «Κοκμούς» Έλληνες πρόσφυγες.
Τα Νέα Μάλγαρα αναγνωρίσθηκαν ως αυτόνομη κοινότητα το 1918 και κατά την απογραφή του 1920 αριθμούσε 484 κατοίκους.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή αρκετοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των Βοσνιάκων, σε σκηνές και σε εποικιστικά σπίτια, που κατασκεύασε η Επιτροπή αποκατάστασης Προσφύγων.
Μέσα σε δύσκολες συνθήκες στην αρχή και αργότερα με την κατασκευή έργων υποδομής, το χωριό άρχισε να προοδεύει. Ο καημός των προσφύγων για τις χαμένες πατρίδες μετατράπηκε σε πείσμα επιβίωσης και προκοπής, στο νέο τόπο.
Με μοναδικά εφόδια τα ήθη και τα έθιμά τους, τις αξίες και τις αρχές που κουβάλησαν αλώβητες στο μακρινό ταξίδι, δημιούργησαν την καινούργια τοπική τους κοινωνία, συνεχίζοντας τις παραδόσεις και τον πολιτισμό των προγόνων τους.
Από την Ιστοσελίδα του Δήμου Δέλτα
Πατήστε εδώ για περισσότερες πληροφορίες... για την Ιστορία των Κυμίνων
Πατήστε εδώ για περισσότερες πληροφορίες... για την Ιστορία των Νέων Μαλγάρων
Σε μια προσπάθεια να παρουσιάσουμε συνοπτικά την ιστορία του χωριού μας, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ένα Μακεδονικό σπίτι 105 ετών». Συγγραφείς του βιβλίου είναι ο Διευθυντής του Γυμνασίου μας κ. Κουκουρίκης Κωνσταντίνος και η κα Ευαγγέλου Πηνελόπη καθηγήτρια Γαλλικών στο 1ο Γυμνάσιο Χαλάστρας. Το βιβλίο γράφτηκε στη διάρκεια του σχολικού έτους 2007-2008, όταν ο κύριος Κουκουρίκης ήταν Διευθυντής στο 1ο Γυμνάσιο Χαλάστρας.
«………Η Γιουντζήδα ήταν ένα από τα χωριά του κάμπου της Θεσσαλονίκης στην Τουρκοκρατία. Τα τριάντα επτά (37) χωριά του κάμπου που υπάγονταν στην Επισκοπή Καμπανίας με έδρα την τότε Κουλιακιά (Χαλάστρα), συμπερίλαμβαναν ακόμη (δέκα) 10 τσιφλίκια. Αναφέρουμε παρακάτω για να πάρουμε μια εικόνα τηε περιοχής : το Λεμπέτ, το Χαρμανκιόι (Εύοσμος), το Ντούντουλαρ (Διαβατά), το Αραπλί (Ν. Μαγνησία), το Νταούτ-Μπαλί (Ωραιόκαστρο), το Ακ Μπουνάρ (Ασπροβρύση), το Γενίκιοϊ (Νεοχωρούδα), το Γράδεμπορ (Πεντάλοφος), τα Τρία Χάνια (Στροφή Νεοχωρούδας), το Σαμλί (Στροφή Σίνδου), το Τσαλίκοβο, η Λάπρα, το Μαχμούτοβο, η Κουλουπάντσα, το Κάτω Καβακλί, το Βαρντάρ Καβακλί (Άγιος Αθανάσιος), το Ίγγλις Τσιφλίκ (Αγχίαλος), το Μπογιάροβο (Ν. Μεσήμβρια), το Σοαρί Ομέρ (Σαλαμούροβο), το Τοψίν (Κάτω Γέφυρα), η Δερμίτσα, το Βαθύλακον (Βαθύλακος), το Ζάτφορο, το Καγιαλί (Βραχιά), το Κιρτζιλάρ (Άδεντρο), η Μουστάφτσα (Νέα Βασιλικά), το Τσοχαλάρ (Παρθένιο),το Γιαλετζίκ (Χαλκηδόνα), η Σαρίτσα (Βαλτοχώρι), η Δαούτσι (Ελεούσα), το Μεντεσελί (Έλλη), ο Ζορμπάς (Μικρό Μοναστήρι), τα Κουφάλια, το Τεκελί (Σίνδος), η Βαλμάδα (Ανατολικό), η Γιουντζήδα (Κύμινα), η Κουλιακιά (Χαλάστρα).
Η Γιουντζήδα ονομαζόταν αρχικά Τσαντίρκιοϊ (χωριό σκηνών). Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Χριστιανοί Σκηνίτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα στην περιοχή αυτή κατ΄εντολή του Σουλτάνου, να εκτρέφουν άλογα εκλεκτής ράτσας για τις ανάγκες του ιππικού.
Τη συστηματική εκτροφή αλόγων στην περιοχή αυτή των εκβολών του ποταμού Βαρδάρη (Αξιού) αναφέρει στο ημερολόγιό του ο Φράγκος Angiollelo που πέρασε από τα χωριά αυτά το 1470: «… οι κάτοικοι έφεραν από τη Μικρά Ασία και εξέθρεφαν άλογα εκλεκτής ράτσας. Η εκτροφή αυτή γινόταν με τριφύλλι, το οποίο καλλιεργούσαν οι Χριστιανοί κάτοικοι του οικισμού». Το τριφύλλι στα τούρκικα ονομαζόταν γιουντζά, από το οποίο και το νέο χωριό πλέον ονομάστηκε Γιουντζήδα ή Γιουντζηλάρ (χωριό του τριφυλλιού).
Εδώ πρέπει να κάνουμε μια αναφορά σχετικά με το όνομα του ποταμού Αξιού ή Βαρδάρη, από τον οποίο πήρε το όνομα ο Δήμος που ανήκει η Γιουντζήδα. Αξιός είναι η αρχαία ονομασία του ποταμού. Αναφέρεται ως ο μεγαλύτερος και πιο φημισμένος ποταμός της Μακεδονίας. Ο Όμηρος τον αποκαλεί Ευρυρρέοντα και Ευρυρρέεθρο. Σε διάφορα βυζαντινά κείμενα αναφέρονται για τον ποταμό: «Εγχωρίως καλούσι αυτόν «Βαρδάριον»», ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Θεοφύλακτος γράφει ότι: «Η παλαιά μεν και Ελληνίς Αξιόν, η δε νέα και βάρβαρος καλούσι Βαρδουάριον».
Η Γιουντζήδα ανήκε στο Βακούφι του Γαζή-Εβρενός-Μπεή και στο «Μουκατά» των φυλάκων Λιβαδιών για εκτροφή φοράδων, καμήλων και άγριων αλόγων. Γύρω στα 1750-1800 η Γιουντζήδα έχει 110 σπίτια. Το 1771 το χωριό πλήρωνε «Ispense» Χαράτσι–ετήσιο φόρο 3.740 άσπρα κατ΄ αποκοπή. Το 1771 έχει εκατό δεκαοκτώ (118) οικογένειες οι οποίες το 1886 έγιναν εκατόν πενήντα (150). Στην απογραφή του 1905 οι κάτοικοι φτάνουν τους εφτακόσιους ογδόντα (780).
Ο πρώτος οικισμός βρισκόταν ΒΑ της σημερινής θέσης, όπου σήμερα είναι κτισμένος ο Άγιος Νεκτάριος, στη θέση της πρώτης και της παλιάς εκκλησίας. Το 1800 μεταφέρθηκε το χωριό στη σημερινή θέση για την προστασία των σπιτιών από τα νερά ενός βραχίονα του Αξιού που πλημμύριζε.
Το 1818 οι κάτοικοι έκτισαν το Ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του οποίου σώζονται ερείπια.
Κατά το 19ο αιώνα στη Γιουντζήδα υπήρχαν δεκαέξι (16) οικογένειες «Ουνιτών» τους οποίους οι ντόπιοι ονόμαζαν «Παπιστάνους» εξαιτίας της προσήλωσής τους στον Πάπα της Ρώμης, μέσω της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι οικογένειες των Ουνιτών διπλασιάστηκαν, αλλά έπειτα από λίγα χρόνια έμειναν μόνο πέντε (5).
Κατά τα σχολικά έτη 1894 έως 1895, διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου ήταν ο Δημήτριος Παπαϊωάννου. Στο σχολείο φοιτούσαν σαράντα πέντε (45) μαθητές και δίδασκε ένας δάσκαλος. Το 1906, στο ίδιο σχολείο φοιτούσαν εξήντα οκτώ (68) μαθητές και δίδασκαν δύο (2) δάσκαλοι: είκοσι (20) μαθητές φοιτούσαν στο τετρατάξιο μεικτό Δημοτικό Σχολείο, όπου δίδασκε ο Θεσσαλός «Χονδροκέφαλος» δάσκαλος Δαρδάνης. Σαράντα οκτώ (48) μαθητές-τριες φοιτούσαν στο Νηπιαγωγείο με νηπιαγωγό την Ανδρομάχη Ξανθίδου.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ένας βραχίονας του Αξιού διέσχιζε τη Γιουντζήδα, ξεκινώντας από τη θέση «Κρεβασαρίας» βόρεια της Βαλμάδας και περνώντας από το κατάφυτο από πανύψηλα καραγάτσια, λεύκες, λιγαριές, ιτιές δάσος της «Μουσίας» έφτανε στην τοποθεσία «Κάμτση» ΝΔ του χωριού. Αυτός ο βραχίονας του ποταμού χώριζε τη Γιουντζήδα σε δύο μαχαλάδες, που ήταν χτισμένοι κατά μήκος του. Εκεί που χωρίζονταν στα δυο ο βραχίονας αυτός του ποταμού, η μια κοίτη περνούσε το μικρό τσιφλίκι Ζάτφορο και έβγαινε στη θάλασσα, η δε άλλη έβγαινε νότια στην τοποθεσία «Πόποβα μπάρα» (λίμνη του παπά).
Όταν το 1930 άρχισε η μετονομασία των τουρκικών τοπωνυμίων, δάσκαλος και γραμματέας της κοινότητας Γιουντζήδας ήταν ο Γεώργιος Συμβουλίδης, καταγόμενος από τα ΒΔ της Μ. Ασίας, στη περιοχή της Βυθηνίας κοντά στον Εύξεινο Πόντο. Στην περιοχή αυτή υπάρχει το όρος Κυμινάς. Στον Κυμινά υπήρχε ονομαστό μοναστήρι, όπου φοίτησε ο Νικηφόρος Φωκάς, προτού ανέλθει στον αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου. Από εδώ καταγόταν και ο σεβαστός Κυμινίτης (δάσκαλος, συγγραφέας και λόγιος) Κυμινάς-Τραπεζούς-Βουκουρέστι 1625-1702. Έτσι εξηγείται και η μετονομασία της Γιουντήδας σε Κύμινα.
Ο Γεώργιος Συμβουλίδης, Μικρασιάτης, Τραπεζούντιος, Πόντιος εισηγήθηκε την ονομασία από Γιουντζήδα σε Κύμινα, καθαρά από συναισθηματικούς και προσωπικούς λόγους. Όμως πιθανόν να συνδύασε και την καταγωγή των πρώτων Χριστιανών Σκηνιτών κατοίκων του «Τσαντίρκιοϊ» από τα μέρη αυτά της Βυθηνίας, κοντά στους πρόποδες του όρους Κυμινάς της Μ. Ασίας, όπου ήταν και η πόλη Λοπάδιο, σημερινό «Ουλουβάτ» ή και ακόμη διότι από εκεί έφερναν τα καθαρόαιμα άλογα για τα Σουλτανικά ιπποφορβία.
Οι κάτοικοι της Γιουντζήδας μέχρι το 1915 στερούνταν πόσιμου νερού, προμηθεύονταν νερό από τα παρακλάδια του Αξιού ποταμού, αφού πρώτα το σούρωναν με τουλπάνι, για να αφαιρέσουν φύλλα, χώμα, μικροοργανισμούς ακόμη και βατράχια και μετά το έπιναν. Τότε γίνεται η πρώτη γεώτρηση στη θέση που βρίσκεται ο σημερινός πύργος του υδραγωγείου, που έδινε άφθονο τρεχούμενο καθαρό νερό, νύχτα–μέρα και το οποίο γέμιζε μια μακρόστενη τσιμεντένια στέρνα, για να ποτίζουν τα ζώα.
Οι κάτοικοι της Γιουντζήδας ασχολούνταν κυρίως:
• Με την κτηνοτροφία : άλογα για τις ανάγκες του ιππικού, αγελάδες, βουβάλια, πρόβατα, γουρούνια, κότες και πολλές πάπιες και χήνες στα πλούσια νερά.
• Με τη γεωργία : καλλιεργούσαν τριφύλλι, κριθάρι, σουσάμι, κουκιά, φασόλια, φακές, ρεβύθια, καλαμπόκι, πολλά μποστάνια και λίγο σιτάρι.
Υπήρχαν αρκετοί ερασιτέχνες ψαράδες οι οποίοι ψάρευαν στον Αξιό και στους βάλτους της λίμνης των Γιαννιτσών γριβάδια, χέλια, γουλιανούς, τούρνες, περκιά. Αγαπούσαν το κυνήγι στο δάσος και στις καλαμιές, θήρευαν λαγούς, φασιανούς, αγριογούρουνα, αλεπούδες, κουνάβια, λύκους και το χειμώνα αγριόπαπιες και αγριόχηνες.
Η περιοχή ήταν τελείως διαφορετική απ΄ ό,τι σήμερα. Γύρω από το χωριό υπήρχαν πολλά δέντρα, εκτεταμένος βάλτος με οργιώδη βλάστηση από καλάμια, βρέζια, βούρλα, σχίνα, ραγάζια, βατσινιές, ιτιές. Λυγαριές περιέβαλαν τα αγροκτήματα, ενώ προς το βορρά απλώνονταν το δάσος της Μουσίας.
Στα δυτικά της Γιουντζήδας στην τοποθεσία «Κουκμούς» εγκατέστησαν οι Τούρκοι, το Δεκέμβριο του 1910 μουσουλμάνους «Βοσνιάκους» πρόσφυγες από τη Βοσνία, που είχαν εκδιωχθεί από τους Αυστροούγγρους όταν το 1878 προσάρτησαν το Βοσνία. Οι μουσουλμάνοι αυτοί ήταν καλοί και γενναίοι πολεμιστές, συμπεριφέρονταν όμως βάναυσα στους ντόπιους φιλήσυχους κατοίκους και τους άρπαζαν αυθαίρετα τη γη. Στην ίδια τοποθεσία μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922-1924 εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και ίδρυσαν τα σημερινά Νέα Μάλγαρα. Σήμερα τα Κύμινα μαζί με τα Ν. Μάλγαρα και τη Βραχιά αποτελούν το Δήμο Αξιού και ως παλαιότερο και μεγαλύτερο χωριό είναι έδρα του ομώνυμου Δήμου. Ο πληθυσμός τους ανέρχεται στους 7.000 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, τη γεωργία και την αλιεία. ………»
Δημοσιεύτηκε από την Θεοδώρα Τραϊανίδου στο μπλογκ του σχολείου
Η Θεοδώρα Τραϊανίδου έγραψε στις 9 Μαΐου 2012 - 11:38 μ.μ.:
Ευχαριστούμε πάρα πολύ την κυρία Ευαγγέλου που μας επέτρεψε να δημοσιεύσουμε απόσπασμα του βιβλίου που από κοινού συνέγραψε με το Διευθυντή μας. Το βιβλίο αφορά ένα Μακεδονικό σπίτι ιδιοκτησίας του πρώην Διευθυντή Γυμνασίου Κυμίνων κου Σταμάτη Κωνσταντίνου. Η παρουσίασή του έγινε σε κλίμα ζεστό στο ίδιο το σπίτι τον Ιούνιο του 2008. Πάντα θα θυμόμαστε με νοσταλγία εκείνο το πρωινό που παππούδες και γιαγιάδες του χωριού μας τραγούδησαν στην αυλή του σπιτιού. Ήταν συγκινητικά και πολύ όμορφα. Κύριε Κουκουρίκη και κυρία Ευαγγέλου περιμένουμε πολλά ακόμα από σας γιατί ξέρουμε ότι έχετε να δώσετε. Ελπίζω οι αναγνώστες να βρείτε, όσο κι εγώ, ενδιαφέρουσα την αναδρομή στην ιστορία του χωριού.
Τα Νέα Μάλγαρα βρίσκονται είκοσι δύο (22) χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης, δίπλα στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης – Κατερίνης, στη θέση των ομώνυμων διοδίων. Βρίσκονται ανάμεσα στους ποταμούς, Αξιό και Λουδία και πολύ κοντά στον υγροβιότοπο του Δέλτα των Αξιών, Λουδία και Αλιάκμονα.
Κατοικήθηκαν για πρώτη φορά το 1914. Αυτό συνέβη όταν πολλοί Ανατολικοθρακιώτες κάτω από την πίεση της στράτευσης τους στον Τουρκικό στρατό, εγκατέλειψαν τα χωριά τους και τους συγγενείς τους και κατέφυγαν στην ελεύθερη ήδη Μακεδονία. Ήταν τότε που οι Νεότουρκοι οργάνωναν τα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων, γνωστά με το όνομα «αμελέ – ταμπουρού» και τα επάνδρωναν αποκλειστικά με Έλληνες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες κάτοικοι των χωριών Μάλγαρα, Σκοπός και Πέτρα της Ανατολικής Θράκης βρήκαν καταφύγιο στον εγκαταλελειμμένο τουρκικό οικισμό «Κοκμούς» που έμελε να είναι ο χώρος του χωριού μας. Σ’αυτή την περίοδο δόθηκε και το όνομα του νεότευκτου οικισμού, δηλαδή τα Νέα Μάλγαρα, επειδή οι δύο πρώτες οικογένειες ήταν από τα Μάλγαρα.
Αρχές του 1919 και ενώ ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήδη είχε τελειώσει την προηγούμενη χρονιά, όλοι αυτοί οι νέοι κάτοικοι επέστρεψαν στις οικογένειες τους και στα χωριά τους στην Ανατολική Θράκη.
Δυστυχώς όμως μετά από τρία (3) χρόνια τον Οκτώβριο του 1922 και ύστερα από τα θλιβερά γεγονότα της Μικράς Ασίας, έχουμε πλέον τον οριστικό ξεριζωμό, που οριστικοποιήθηκε με την σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών Ελλάδας – Τουρκίας της Λωζάνης στις 30 Ιανουαρίου του 1923. Έτσι με κύριο κορμό κατοίκους του Αλιπλιού (χωριού της Ανατολικής Θράκης με ρίζες από το Ναύπλιο), της Πέτρας και του Σκοπού, ξανακατοικήθηκε ο ίδιος χώρος και έχουμε την οριστική ίδρυση του χωριού μας.
Πέρασαν δύσκολα χρόνια στη διάρκεια του μεσοπολέμου, φτώχεια, εξαθλίωση, αρρώστιες κ.λ.π. Η διάθεση για πανηγύρια, χορούς και τραγούδι χάθηκε οριστικά.
Παρ’όλα αυτά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία αγωνίστηκαν και επιβίωσαν. Πρόσφεραν με αίμα στο έπος της Αλβανίας και στην Εθνική Αντίσταση. Συνέχισαν τον αγώνα της ζωής μετά τον πόλεμο. Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν πρώτοι που επένδυσαν στην ορυζοκαλλιέργεια, ενέργεια που έμελλε να αλλάξει οριστικά το μέλλον της ευρύτερης περιοχής του κάμπου της Θεσσαλονίκης.
Σήμερα τα Νέα Μάλγαρα αποτελούν ένα σύγχρονο οικισμό 2500 χιλιάδων περίπου κατοίκων. Με το νόμο 2539/1997 είχαν ενταχθεί στο Δήμο Αξιού και ήδη είναι ένα από τα χωριά του ευρύτερου Δήμου Δέλτα.
Από τον εκπαιδευτικό του σχολείου μας Αλμπάνη Νικόλαο.